βέλτιστος

βέλτιστος
-η, -ον βέλτιστος, -η, -ον (AM)
(υπερθ. του αγαθός*) άριστος, ικανότατος
αρχ.
1. (η κλητ. ως προσφώνηση φιλική ή ειρωνική) ὦ βέλτιστε
αγαπητέ, φίλε μου
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ βέλτιστοι
οι αριστοκρατικοί
3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ βέλτιστον
α) η αριστοκρατική τάξη
β) το απόλυτο αγαθό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βέλτερος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βέλτιστος — best masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελτίστω — βέλτιστος best masc/neut nom/voc/acc dual βέλτιστος best masc/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελτίστων — βέλτιστος best fem gen pl βέλτιστος best masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελτίστως — βέλτιστος best adverbial βέλτιστος best masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βέλτιστον — βέλτιστος best masc acc sg βέλτιστος best neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελτίσταις — βέλτιστος best fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελτίστη — βέλτιστος best fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελτίστην — βέλτιστος best fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελτίστης — βέλτιστος best fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βελτίστοις — βέλτιστος best masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”