- βέλτιστος
- -η, -ον βέλτιστος, -η, -ον (AM)(υπερθ. του αγαθός*) άριστος, ικανότατοςαρχ.1. (η κλητ. ως προσφώνηση φιλική ή ειρωνική) ὦ βέλτιστεαγαπητέ, φίλε μου2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ βέλτιστοιοι αριστοκρατικοί3. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ βέλτιστονα) η αριστοκρατική τάξηβ) το απόλυτο αγαθό.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βέλτερος].
Dictionary of Greek. 2013.